μαινόμενοι

μαινόμενοι
μαίνομαι
rage: pres part mp masc nom /voc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαινόμενοι — μαίνομαι rage pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вълноватисѧ — ВЪЛН|ОВАТИСѦ (4*), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Находиться в колебательном движении, вызывающем волны: ˫ако сущю ми в морѣ волнующюсѩ. возмущьшемъ волнамъ. и вънезапу облакъ (о)свѣти мѩ и осѣни волненье мутноѥ. СбЧуд XIV, 115г; и морю волнующю(с). запрети… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… …   Dictionary of Greek

  • διαλυμαινόμενοι — διαλῡμαινόμενοι , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλυμαινόμενοι — καταλῡμαινόμενοι , καταλυμαίνομαι ruin utterly pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαινόμενοι — κῡμαινόμενοι , κυμαίνω rise in waves pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυμαινόμενοι — λῡμαινόμενοι , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλυμαινόμενοι — ἐλλῡμαινόμενοι , ἐν λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”